Αυτή δεν είναι μια ιστορία αγάπης με happy end, αλλά η ιστορία του απόηχου που αφήνει πίσω της όταν σβήνει η αγάπη. Είναι η καταγραφή μιας νύχτας γεμάτης σκιές, όπου η μοναξιά γίνεται σχεδόν απτή μέσα σ’ ένα δωμάτιο που ακόμα μυρίζει τον απόντα, η σιωπή σπάει μόνο από τον πόνο της ανάμνησης και η οργή ψάχνει διέξοδο στην ευχή να τα πάρει όλα ένα ψυχρό, χειμωνιάτικο φεγγάρι.

Η νύχτα απλώνεται σαν λεκές από μελάνι. Εδώ, κλεισμένη στους τέσσερις τοίχους, κοιτάζω το ταβάνι. Μια σκιά παίζει εκεί πάνω, τσαλακωμένη, παραμορφωμένη από το λιγοστό φως του δρόμου που τρυπώνει απ’ τις γρίλιες. Μοιάζει λίγο με μένα, σκέφτομαι. Παρατηρώ το σώμα μου, ξαπλωμένο εδώ, σχεδόν αποξενωμένο. Είναι απλώς ένα σώμα που αναπνέει, που καταλαμβάνει χώρο στο κρεβάτι όπου κάποτε ήμασταν δύο. Η μυρωδιά σου είναι ακόμα εδώ. Δεν φεύγει. Κάνει κύκλους στον αέρα, σαν φάντασμα που αρνείται να ησυχάσει, σαν αόρατη αλυσίδα που με δένει με το χθες. Εσύ ήσουν η τελευταία που ξάπλωσε εδώ. Η απουσία σου είναι σχεδόν πιο βαριά από την παρουσία σου.

Λίγο πολύ, έτσι πάει. Αυτή είναι η νέα μου πραγματικότητα. Έρχεται η Κυριακή, κι εγώ περιμένω. Τι περιμένω; Δεν ξέρω. Ένα θαύμα, ίσως. Μια λύτρωση, μια φυγή, κάτι που να σπάσει αυτή τη βαριά σιωπή, αυτό το τέλμα. Αλλά τα θαύματα δεν έρχονται κατά παραγγελία. Και μετά, αναπόφευκτα, έρχεται η Δευτέρα. Η Δευτέρα είναι ολόκληρη η ζωή μου τώρα. Μια ατέλειωτη Δευτέρα γεμάτη υποχρεώσεις, προσπάθεια να σταθώ όρθια, να βρω τον ρυθμό μου, ενώ το μόνο που νιώθω είναι η ασφυξία. Ψάχνω για μια ανάσα καθαρού αέρα, μια στιγμή που να μην πονάει τόσο η μνήμη. Αλλά ο αέρας είναι στάσιμος εδώ μέσα, βαρύς από σένα.

Θα ήθελα. Θεέ μου, πόσα «θα ήθελα» μαζεύονται μέσα μου σαν δηλητήριο. Θα ήθελα απλώς να σε ξεχάσω. Να σβήσω το όνομά σου απ’ το μυαλό μου, τη γεύση σου απ’ τα χείλη μου, την αίσθηση του δέρματός σου κάτω απ’ τα δάχτυλά μου. Να ξυπνήσω ένα πρωί και να μην υπάρχεις πουθενά μέσα μου. Θα ήθελα να τα σπάσω όλα. Τα ποτήρια, τους καθρέφτες, τους τοίχους αυτού του δωματίου που σε θυμίζει. Να ουρλιάξω μέχρι να ματώσουν οι φωνητικές μου χορδές, να ξεσπάσω αυτή την οργή που με πνίγει, που με κάνει να θέλω να καταστρέψω τα πάντα γύρω μου, γιατί δεν μπορώ να καταστρέψω την πηγή του πόνου.

Και πάνω απ’ όλα, θα ήθελα να μπορούσα να γυρίσω τον χρόνο πίσω. Όχι για να ζήσω ξανά τις καλές στιγμές. Όχι. Για να προλάβω. Να είμαι εγώ αυτός που θα έφευγε πρώτος. Να σου στερήσω τη δύναμη που σου έδωσε η φυγή σου, να κρατήσω εγώ τα κομμάτια μου ανέπαφα, να μην είμαι εγώ αυτός που έμεινε πίσω να μαζεύει τα συντρίμμια. Να μην είμαι εγώ αυτός που σε άφησε να ορίσεις το τέλος.

Το βλέμμα μου καρφώνεται στο τζάμι. Εκεί, αχνό, σχεδόν αόρατο, το σημάδι απ’ την ανάσα σου. Μια υπενθύμιση της ζεστασιάς, της ζωής που μοιραστήκαμε, τώρα παγωμένη πάνω στο κρύο γυαλί. Είναι σαν να βλέπω το φάντασμά σου να ανασαίνει ακόμα εδώ. Και κάθε ανάμνηση, κάθε λέξη, κάθε άγγιγμα, κάθε καυγάς, κάθε γέλιο – όλα όσα ζήσαμε – γίνονται σφαίρες. Τρυπάνε το μυαλό μου, φωλιάζουν εκεί, στη θαλάμη του κρανίου μου, έτοιμες να εκραγούν στην παραμικρή σιωπή.

Θα ήθελα να σε ξεπεράσω. Να προχωρήσω, όπως λένε. Να μην είσαι το πρώτο πράγμα που σκέφτομαι το πρωί και το τελευταίο που με στοιχειώνει το βράδυ. Θα ήθελα να κάψω τις αναμνήσεις μας. Να τις ρίξω στην πυρά, να δω τις φλόγες να τις καταπίνουν, να τις κάνουν στάχτη, να μην μείνει τίποτα πίσω που να μπορεί να με πληγώσει.

Κοιτάζω έξω. Το φεγγάρι είναι εκεί, χειμωνιάτικο, χλωμό, απόμακρο. Το φως του ασημένιο και ψυχρό, σαν λεπίδα που κόβει τη νύχτα. Δεν παρηγορεί. Απλά φωτίζει τη μοναξιά, την παγωνιά που νιώθω μέχρι το κόκαλο. Και μια άγρια, σκοτεινή ευχή γεννιέται μέσα μου, τόσο απελπισμένη όσο κι η ανάγκη μου να ανασάνω: θα ήθελα απόψε να σε πάρει αυτό το φεγγάρι. Να σε τραβήξει μακριά, στο κενό, στο σκοτάδι του, να πάψεις να υπάρχεις στον κόσμο μου, στις σκέψεις μου, στον αέρα που αναπνέω. Να με αφήσει ήσυχη.

Αλλά το φεγγάρι μένει εκεί, αδιάφορο. Κι εγώ μένω εδώ. Με τη σκιά στο ταβάνι, το άδειο κρεβάτι, τη μυρωδιά σου, τις αναμνήσεις να τρυπούν το μυαλό μου. Η Κυριακή αργεί ακόμα. Και αύριο, πάλι Δευτέρα. Λίγο πολύ, έτσι έχουν τα πράγματα…

Σέβη

ΥΓ. Μια ιστορία εμπνευσμένη από τη σκληρή πλευρά της αγάπης και το τραγούδι «Χειμωνιάτικο Φεγγάρι» του Διονύση Σχοινά.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ