Οι Αναμνήσεις ενός έρωτα, είναι μια ερωτική ιστορία με αρχή και συνέχεια.. ίσως και χωρίς τέλος.. όπως πολλές αναμνήσεις και όπως πολλοί έρωτες…
Δεν είχε μετακινηθεί από τη θέση του τις τρεις τελευταίες ώρες. Είχε μπει και πάλι στο σπίτι στις τρεις τα χαράματα. Τα φώτα αναμμένα, αλλά το σπίτι έρημο. Κανένας ανθρώπινος ήχος. Μόνο ο μεγάλος του έρωτας, η γάτα του, τον υποδέχθηκε με σπαραχτικά νιαουρίσματα. Του ήταν αδύνατον, όσο κι αν ήθελε, ακόμα και να σκύψει να της χαϊδέψει λίγο το λαιμό.
Έκλεισε την πόρτα και στηριζόμενος επάνω της, ψιθύρισε από ψηλά στο ζώο του: «Omnia vincit amor, το ξέρεις»; Όχι, το γατί δεν το ήξερε. Γούρλωσε τα μάτια του και -ανοίγοντας αυτή τη φορά διάπλατα το στόμα του, νιαούρισε δυνατά. Αρκετά δυνατά για να τρομάξει και τα φαντάσματα. Εκείνος γέλασε με την καρδιά του. «Όλα θα τα μάθεις. Θα σου τα μάθω εγώ», είπε.
Κάθισε στην κουνιστή πολυθρόνα και άναψε την τηλεόραση. Όταν μπήκα στο σπίτι, στις έξι το πρωί, ήταν ακόμη εκεί. Με τη γάτα κουλουριασμένη στα πόδια του -δεν καταδέχτηκε καν να σηκώσει το ένα της αυτί για μένα- και τους καουμπόηδες ενός b movie του ’70 να πυροβολούν αλλήλους και το πιάνο στο σαλούν της τηλεόρασης.
Είχε σωριαστεί στην καρέκλα. Το κεφάλι του στραμπουλιγμένο πάνω στον δεξί του ώμο και το αριστερό του χέρι -πώς τα κατάφερε στον ύπνο του;- περασμένο μέσα από τα ξύλα της καρέκλας κρεμόταν σαν σάπιο πίσω από την πλάτη του.
Ζούσε; Ξέσπασα σε γέλια. Είχα πιει πολύ αυτό το βράδυ. Πήγα κοντά του. Το γατί πήγαινε πέρα δώθε όπως ακουμπούσε πάνω στην κοιλιά του. «Αναπνέει το αφεντικό σου», ψιθύρισα στο ζωντανό, που κοιμόταν γαλήνιο. Κοιμόταν μέχρι τότε, γιατί μετά από το λόγω ζήλιας φύσημα μέσα στο αυτί του, άνοιξε τα μάτια του, πέταξε ψηλά τ’ αυτιά του, και λίγο κουράγιο ακόμη να ’χε, σίγουρα θα είχα νιώσει τα νυχάκια του στο μάγουλό μου. Πετάχτηκα πίσω, του έβγαλα γλώσσα και πήγα στο δωμάτιό μου.
Πάλι είχα βγει με φίλους σήμερα. Τους έγινα σαν τα τσιμπούρια του παλιόγατου αφότου έμεινα και πάλι μόνος. Και εάν ο άλλος δεν εργαζόταν νυχτερινή βάρδια χθες, θα τον είχα πείσει να βγούμε παρέα. Θα ήταν ομορφότερα. Θα είχα πιει λιγότερο. Και σίγουρα θα είχαμε πάει κάπου με καλύτερη μουσική.
Με το αλκοόλ να ρέει μέσα μου, παραπατώντας πια, πέταξα τα ρούχα μου και μηχανικά πάτησα το “on” του υπολογιστή. Βρήκα την καρέκλα με την άκρη του χεριού μου και την έσυρα από κάτω μου. Αν ήταν θαύμα το πώς κατάφερα να οδηγήσω μέχρι το σπίτι, οπωσδήποτε τότε ήταν κάτι περισσότερο το πώς μπόρεσα να παρκάρω. Όσο απορούσα με την αποψινή μου τύχη, είχα ήδη συνδεθεί στο internet. Δεν είχα κέφι να ελέγξω για μηνύματα την προσωπική μου σελίδα. Το χέρι μου κατηύθυνε ενστικτωδώς το mouse από τα αγαπημένα στο browser.
Όμως η νύστα είναι για μένα ανίκητος εχθρός. Και ο ύπνος είναι απόλαυση. Όσο μεγαλώνω, τόσο λιγότερο αντιστέκομαι στις απολαύσεις. Ο ήχος του ανεμιστήρα βούιζε σαν ελικόπτερο μες στο κεφάλι μου. Έσβησα το μηχάνημα βίαια. Πήδηξα στο κρεβάτι μου και κουκουλώθηκα ολόκληρος. Ένοιωσα τύψεις που δεν είχα ξυπνήσει τον Αγγελο. Στο κάτω-κάτω ίσως να κοιμήθηκε έτσι περιμένοντας εμένα να γυρίσω. Σκεφτόμουν πως ήθελα να σηκωθώ να του μιλήσω. Να πέσει κι εκείνος στο κρεβάτι του για ύπνο. Το ήθελα αληθινά. Όμως τα μάτια μου ήταν πολύ βαριά. Το σώμα μου είχε κολλήσει στα σεντόνια και δεν έδειχνε την παραμικρή πρόθεση να με υπακούσει.
Μέσα σε δευτερόλεπτα έπαψα να σκέφτομαι. Και άρχισα να ονειρεύομαι. Όσα θα ’θελα να συνεχίσω να ζω. Την εξαναγκαστική αγκαλιά, τον χορό σ’ εκείνα τα μέχρι πρότινος άγνωστα για μένα μπαράκια στο κέντρο της Αθήνας, το μωρό μου να παίρνει το μικρόφωνο στο σπίτι και να τραγουδάει. Υποτίθεται για μένα. Στην πραγματικότητα από ανάγκη επίδειξης. Έχει ωραία φωνή. Αλλά τραγουδάει φάλτσα και επιτηδευμένα. Αυτό εντούτοις δεν μείωνε καθόλου τη μαζοχιστική ευχαρίστηση που μου προκαλούσε η φωνή του.
Κι ας με πείραζε ο Αγγελος που, όποτε είχε χρόνο η αγάπη μου, έτρεχα να την δω. «Τα έχασε τα μυαλά του ο γερό-Μιχάλης, Βελζεβούλ μου», έλεγε στο γατί του όσο διήρκεσε η σχέση μου, καθώς μ’ έβλεπε να ετοιμάζομαι για ώρες πριν βγω, τραγουδώντας παράφωνα και δυνατά. Εγώ διέκοπτα το τραγούδι και γελούσα. Ήμουν ευτυχισμένος. Τι ωραία που είναι τώρα κάτω από τα παπλώματα… Και τώρα ευτυχισμένος νοιώθω.
Πάντοτε έδινα στον ύπνο την εξουσία να με απαλλάσσει απ’ όλες τις έγνοιες της ημέρας. Όταν αποφασίσει κανείς να τελειώσει τη μέρα του, πρέπει να ξεχνάει τις σκοτούρες των ζωντανών. Ο ύπνος ανήκει στον κόσμο των νεκρών και έτσι θα πρέπει να τον βιώνουμε – γαλήνια. Όπως με πήρε ο ύπνος, ήσυχο πρωινό άλλης μιας Κυριακής πια, απ’ το απέναντι παράθυρο ξέφευγαν οι στίχοι ενός τραγουδιού:
«Ας κάνουμε απόψε μιαν αρχή…»
Συνεχίζεται… Αναμνήσεις ενός έρωτα – 2ο μέρος