Ενας δυνατός έρωτας – 1ο μέρος

0

Ένας δυνατός έρωτας – Μια ερωτική ιστορία αγάπης για ευαίσθητες ψυχές

Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν η Μαρίλια. Μία όμορφη και λαμπερή γυναίκα γύρω στα 30, ταλαντούχα συγγραφέας ρομαντικών βιβλίων, που τα περισσότερα έχουν γίνει best-seller. Ως λάτρης των παραμυθιών, αλλά και όλων των ιστοριών που κρύβουν μεγάλους και παράφορους έρωτες, πάντα ονειρευόταν να βρει και εκείνη τον δικό της πρίγκιπα που θα την ταξιδέψει σε έναν μαγικό κόσμο, όπου θα επικρατούν μόνο η αγάπη, η ευτυχία, ροζ συννεφάκια και μοβ βιολέτες, το αγαπημένο της λουλούδι.

Έπειτα από τρία επιτυχημένα μυθιστορήματα τα οποία μεταφράστηκαν και σε άλλες γλώσσες, αγγίζοντας έτσι την καρδιά περισσοτέρων γυναικών σε όλο τον πλανήτη, συμφώνησε με τον εκδοτικό της οίκο να κάνει ένα διάλειμμα, μέχρι να προχωρήσει στη συγγραφή κάποιας νέας δουλειάς.

Το πατρικό της σπίτι, σε ένα χωριό κάπου στη Βόρεια Ελλάδα, με απίστευτες πεδιάδες, αλλά και λιμνούλες να απλώνονται μπροστά στα πόδια της, αποτελούσε το ιδανικό μέρος για την σωματική, αλλά και πνευματική της ξεκούραση. Εκεί μόνο θα μπορούσε, να βρει την ησυχία που αναζητούσε εδώ και καιρό. Να χαλαρώσει και να καθαρίσει εντελώς το μυαλό της από έγνοιες και επαγγελματικές σκοτούρες, μέχρι να νιώσει η ίδια έτοιμη για να γυρίσει πίσω, στη ζούγκλα.

Ήρθε πολύ πιο κοντά με την οικογένεια της, βοηθούσε στις δουλειές του σπιτιού, αλλά και στα χωράφια και έδειχνε συνεχώς να το απολαμβάνει.

erotas erotiki istoria
Το χαμόγελο από το πρόσωπο της, δε μπορούσε να σβήσει με τίποτα. Είχε ξαναβρεί τον εαυτό της και φαινόταν ήρεμη. Κάτι που τη βοήθησε ιδιαίτερα, όταν ξαφνικά άρχισαν να της έρχονται νέες ιδέες στο μυαλό, σχετικά με τη νέα της δουλειά. Ήταν χαρούμενη που η έμπνευση δεν την είχε εγκαταλείψει ποτέ και είχε μεγάλη ανυπομονησία να στρωθεί και πάλι στο γράψιμο. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν να οργανώσει τις σκέψεις της, να το επεξεργαστεί λίγο καλύτερα και στη συνέχεια θα μπορούσε να αφιερωθεί ολοκληρωτικά σε αυτό.

Μία βόλτα στο βουνό, όπου φυτρώνουν και οι λατρεμένες της βιολέτες, ήταν η ιδανική ευκαιρία να βάλει το μυαλό της να οργιάσει ακόμα περισσότερο. Ένα βουκολικό τοπίο σαν το συγκεκριμένο ήταν ό,τι καλύτερο για την φαντασία της, ώστε να γίνει ακόμα πιο ζοφερή.

Το βασικό της θέμα ήταν «ένας δυνατός έρωτας που γεννήθηκε κάτω από περίεργες και κωμικοτραγικές συνθήκες, για να μείνει για πάντα». Είχε πλάσει σχεδόν όλη την ιστορία στο κεφάλι της, αλλά το μόνο που της έλειπε ήταν Εκείνος, ο ήρωας της…

Δεν ήξερε πώς να τον περιγράψει. Τι θα είναι, πώς θα είναι. Και στα τρία προηγούμενα βιβλία της, είχε δανειστεί χαρακτηριστικά από τον άντρα των ονείρων της. Από την εξωτερική του εμφάνιση, μέχρι τον τρόπο συμπεριφοράς και τις συνήθειες που επιθυμούσε να έχει. Το είχε εξαντλήσει το θέμα και θα γινόταν γραφική. Η επανάληψη θα κούραζε τους αναγνώστες, οι οποίοι θα αντιλαμβάνονταν χωρίς ιδιαίτερο κόπο πως πρόκειται για κάτι μη ρεαλιστικό που απλώς της έχει γίνει εμμονή.

Ήθελε έναν πραγματικό ήρωα, έναν μοντέρνο αλλά υπαρκτό πρίγκιπα να δώσει σάρκα και οστά στο δικό της παραμύθι, κάνοντας πολλούς ανθρώπους να ερωτευτούν μαζί της.

Κρατώντας ένα μάτσο υπέροχες μοβ βιολέτες, γύρισε το κεφάλι και διαπίστωσε πως είχε απομακρυνθεί αρκετά από το χωριό. Νύχτωνε και είχε πιάσει ένα έντονο αεράκι. Σε λίγα λεπτά, θα επικρατούσε το απόλυτο σκοτάδι και δεν θα προλάβαινε να γυρίσει πίσω. Κούμπωσε το παλτό της και σφίγγοντας τα λουλούδια στο χέρι της, πήρε το μονοπάτι της επιστροφής, με γρήγορους ρυθμούς.

Κάποια στιγμή, ένας περίεργος θόρυβος μέσα από τους θάμνους ήταν αρκετός για να της προκαλέσει ένα ρίγος στην καρδιά. Μαρμάρωσε. Δεν ήξερε τι μπορεί να ήταν αυτό και δεν την ενδιέφερε να μάθει. Αποφάσισε να συνεχίσει και έκανε ένα βήμα μπροστά, όταν ξαφνικά, εμφανίστηκε απέναντι της ένας μεγάλος γκρίζος λύκος.

Μόλις τον αντίκρισε η Μαρίλια, της κόπηκαν τα γόνατα. Η καρδιά της χτυπούσε σαν τρελή και οι βιολέτες της έφυγαν από το χέρι. Ήταν πολύ ταραγμένη και όσο ο λύκος την κοιτούσε απειλητικά, τόσο περισσότερο πίστευε πως αυτές οι ώρες ήταν οι τελευταίες της. Ένιωθε αδύναμη να αντιμετωπίσει αυτή την κατάσταση και προσπαθούσε να το παίξει όσο γινόταν, πιο ήρεμη, ώστε να μην προκαλέσει το άγριο ζώο.

Έκανε κάποια αργά και διακριτικά βήματα προς τα πίσω, όμως ο φόβος της παραγκώνισε τελείως την ψυχραιμία της και δε δίστασε να το βάλει γρήγορα στα πόδια, με αποτέλεσμα ο λύκος να πετάξει δόντια, να γίνει πιο αιμοβόρος και να τρέξει σαν αφηνιασμένος στο μέρος της. Δυστυχώς όμως, η Μαρίλια παραπάτησε σε μία πέτρα και έπεσε με το πρόσωπο στο χώμα. Ήταν καταδικασμένη.

Γύρισε το κεφάλι της και είδε τον λύκο σε απόσταση αναπνοής από κείνη. Έκλεισε τα μάτια της, έκανε τον σταυρό της και την ώρα που το δαιμονισμένο ζώο ήταν έτοιμο να της ορμήσει, ένα δυνατό «μπαμ» ακούστηκε σε όλο το βουνό, κάνοντας αντίλαλο. Αμέσως μετά, δεν ακουγόταν το παραμικρό.

Ούτε ένα χορταράκι να κουνιέται από τον αέρα. Η απόλυτη σιωπή συνόδευε τη στιγμή αυτή, προκαλώντας έτσι τη σύγχυση της Μαρίλιας, η οποία δεν ήξερε αν ήταν ζωντανή ή όχι. Αν την είχε κατασπαράξει ο λύκος και η ίδια είχε αναληφθεί πλέον στους ουρανούς. Έχοντας και τα δύο χέρια στην καρδιά της, άνοιξε δειλά, δειλά, τα μάτια της και κοίταξε τριγύρω. Δεν έβλεπε τίποτα, που να θυμίζει το σκηνικό τρόμου, που επικρατούσε λίγα δευτερόλεπτα πριν.

Σηκώθηκε λίγο και έριξε μια ματιά στην έκταση. Κάποια στιγμή, γύρισε το κεφάλι της δεξιά και σοκαρισμένη, είδε δίπλα της το πτώμα του σαρκοφάγου λύκου. Ούρλιαξε! Είχε τρομάξει πολύ και παράλληλα, ήταν μπερδεμένη. Νιώθοντας την ανάσα της έτοιμη να κοπεί, έκανε προσεκτικές κινήσεις ώστε να σταθεί στα πόδια της και να εξαφανιστεί γρήγορα. Τη στιγμή όμως που έσκυψε να πιάσει δίπλα από το ζώο το σταυρουδάκι της που είχε φύγει με το πέσιμο, εκείνο ξύπνησε και πριν τη δαγκώσει, ένας ακόμη πυροβολισμός ακούστηκε ταυτόχρονα με τη δική της κραυγή και ο λύκος τελικά ξεψύχησε.

Η Μαρίλια προσπαθούσε να συνειδητοποιήσει τι συνέβη, όταν ξαφνικά άκουσε βάδισμα αλόγου! Γύρισε και είδε λίγα μέτρα μακριά, ένα κάτασπρο άλογο με έναν ψηλό καβαλάρη που δεν φαινόταν καθαρά να φτάνει στο μέρος της. Το φεγγάρι είχε αρχίσει να ξεπροβάλλει και το λιγοστό, αλλά έντονο φως του, έπεσε πάνω στο πρόσωπο του ανθρώπου, που μόλις την είχε σώσει.

Ήταν ένας γοητευτικός, ώριμος άντρας, κοντά στα 40, μελαχρινός, με μαλλί μέχρι τους ώμους, καταπράσινα μάτια και αξύριστα γένια. Φορούσε μία ταυτότητα στο λαιμό, που ξεχώριζε μέσα από το μισάνοιχτο άσπρο πουκάμισο του, καφέ παντελόνι και μακριές μπότες στο ίδιο χρώμα.

Στεκόταν με το όπλο στα χέρια του και την κοιτούσε μέσα στα μάτια, με ένα πρωτόγονο, αλλά συνάμα ελκυστικό ύφος, που την άφησε με το στόμα ανοιχτό. Τον αναγνώρισε αμέσως. Ήταν αυτός! Ο ήρωας του βιβλίου της, ο πρωταγωνιστής της ερωτικής της ιστορίας, ο κυρίαρχος των δικών της φαντασιώσεων. Ο πρίγκιπας των ονείρων της, αλλά στην πιο wild και σκούρα εκδοχή του.

Ο άντρας, τη ρώτησε αν είναι καλά. Η φωνή του ήταν βαριά και γλυκιά μαζί. Η δική της πάλι, δεν έβγαινε με τίποτα. Τον χάζευε και της ήταν αδύνατο να ξεκολλήσει. Εκείνος κατέβηκε από το άλογο και κοίταξε τις σκορπισμένες βιολέτες. Έσκυψε και τις μάζεψε όλες. Η Μαρίλια τον κοιτούσε προσηλωμένη. Την πλησίασε, άπλωσε το χέρι του και της προσέφερε χαμογελώντας το μπουκέτο.
– Αυτές πρέπει να είναι δικές σου!

Η Μαρίλια έδινε την εντύπωση πως είναι κωφάλαλη, αλλά ειλικρινά είχε μείνει στήλη άλατος. Δεν πίστευε αυτό που έβλεπε μπροστά της.
– Αλέξης! Συμπλήρωσε και φαινόταν έντονα στα μάτια του, η επιθυμία να μάθει και το δικό της όνομα.
– Μαρίλια! Του απάντησε και εκείνος της έσφιξε θερμά το χέρι.
– Χάρηκα! Της είπε με τη μπάσα χροιά του και τα γόνατα της Μαρίλιας κόπηκαν για δεύτερη φορά μέσα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα.

Ο Αλέξης πρόλαβε και την έπιασε πριν πέσει κάτω. Την πήρε στην αγκαλιά του και τη ρώτησε αν είναι εντάξει. Η καρδιά της σκίρτησε. Αυτή την φορά όχι από φόβο όπως πριν, αλλά από έρωτα. Ο Αλέξης ήταν εκείνος που χρόνια επιζητούσε. Ο άνθρωπος που μέσα σε μία μόνο στιγμή, κατάφερε να τη συγκλονίσει. Κι αυτό ήταν αρκετό, για να βεβαιωθεί, πως από κείνη τη μέρα η ζωή της θα άλλαζε για πάντα.

Κρατώντας τον σφιχτά πάνω στη σέλα, επέστρεψαν μαζί στο χωριό. Εκεί συζήτησαν και γνωρίστηκαν καλά. Πάρα πολύ καλά. Πέρασαν τη νύχτα, στο σπίτι του Αλέξη! Ένα πέτρινο σπιτάκι, φαινομενικά μικρό απ’ έξω, αλλά παλάτι μέσα με όλα τα κομφόρ. Ο Αλέξης ήταν ένας επιτυχημένος επιχειρηματίας με αλυσίδα καφετεριών σε όλη την Αθήνα και το χωριό της Μαρίλιας, ήταν και δικό του καταφύγιο. Μεγαλωμένος στην Αγγλία, αλλά θαυμαστής της ελληνικής ομορφιάς, πάντα ήθελε μια δική του κατοικία κοντά στην ύπαιθρο. Εργένης και συνηθισμένος να ζει μόνος του, είχε μάθει να φροντίζει καλά τον εαυτό του, αλλά και τους ανθρώπους που τον περιέβαλλαν.

Και εκείνη τη νύχτα, είχε κοντά του τη Μαρίλια. Την περιποιήθηκε με τον καλύτερο τρόπο. Όσο περνούσαν τα λεπτά και ο ένας άγγιζε περισσότερο τις ευαίσθητες χορδές του άλλου, η έλξη τους γινόταν μεγαλύτερη. Ήρθαν κοντά. Έκαναν έρωτα όλο το βράδυ, μπροστά στο αναμμένο τζάκι. Οι δυνατές σταγόνες της ξαφνικής βροχής χτυπούσαν τα τζάμια, όσο τα κορμιά τους γινόντουσαν ένα πάνω στο ολόμαλλο χαλί του ζεστού δωματίου. Οι φλόγες από την φωτιά και τα αναμμένα κεριά σε όλο τον χώρο, έλουζαν τα πρόσωπα τους στα οποία ήταν ζωγραφισμένα το πάθος και η ηδονή. Αυτή η νύχτα ήταν η ομορφότερη στη ζωή της Μαρίλιας και μόνο η αρχή, των όσων είχε στο μυαλό της για το κοινό τους μέλλον.

** συνεχίζεται…

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ