Το Μονόγραμμα του Οδυσσέα Ελύτη – Ερωτικό ποίημα

12

Για πολλούς το Μονόγραμμα του Οδυσσέα Ελύτη είναι ένα από τα πιο ερωτικά ποιήματα που έχουν γραφτεί ποτέ. Είναι ένα αριστούργημα που ξεπερνά τα συνήθη όρια της τέχνης και του συναισθήματος. Είναι κάτι περισσότερο από μια συλλογή στίχων- είναι ένα εύγλωττο ταξίδι στα βάθη της αγάπης, εξερευνώντας το πολύπλευρο και γοητευτικό τοπίο της. Κάθε γραμμή διαπνέεται από πάθος και ευγλωττία, ζωγραφίζοντας έναν ζωντανό πίνακα αγάπης που θα συνεχίσει να αιχμαλωτίζει τις καρδιές και τις ψυχές των αναγνωστών.

Άμεσο, συγκινητικό, βαθιά τρυφερό και ερωτικό, το Μονόγραμμα είναι ένα από αυτά τα ποιήματα που κάθε φορά έχουν κάτι καινούργιο να πουν, κάτι νέο να μας δείξουν. Αν το διαβάσετε σε διαφορετικές εποχές, ανάλογα με την ψυχική και συναισθηματική σας διάθεση θα σας αγγίξει διαφορετικά. Η αιθέρια ποιότητα των στίχων του Ελύτη δημιουργεί μια ατμόσφαιρα όπου η πολυπλοκότητα της αγάπης αποκαλύπτεται στην πιο αγνή της μορφή.

το μονόγραμμα του οδυσσέα ελύτη

Πότε γράφηκε το Μονόγραμμα

Το Μονόγραμμα έγραψε ο ποιητής Οδυσσέας Ελύτης μεταξύ 1969 και 1971 στο Παρίσι. Η πρώτη έκδοση έγινε την άνοιξη του 1971 στις Βρυξέλλες, από φωτοτυπημένο χειρόγραφο του ποιητή σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων. Στην Ελλάδα εκδόθηκε το 1972 και έκτοτε έχουν γίνει πολλαπλές επανεκδόσεις.

οδυσσέας ελύτης

Μια τραγική ιστορία αγάπης

Το ποίημα είναι μια αφήγηση που ξετυλίγει μια τραγική ιστορία αγάπης. Ο Ελύτης, ενώ βρίσκεται αυτοεξόριστος λόγω της δικτατορίας, αφηγείται τα έντονα συναισθήματά του για μια νεαρή Ελληνίδα που ερωτεύτηκε ένα καλοκαίρι. Το βάθος της αγάπης του είναι τέτοιο που προκαλεί τα πιο δυνατά συναισθήματα. Ωστόσο, ο πρόωρος θάνατος της αγαπημένης του βυθίζει τον ποιητή σε βαθιά θλίψη. Μια ζωή που κάποτε χρωματιζόταν από τη ζωντάνια του έρωτα, τώρα κατοικεί στη σκιά της μοναξιάς και των αναμνήσεων.

Οι αναγνώστες του “Μονογράμματος” προσκαλούνται σε έναν κόσμο όπου η εξερεύνηση των άπειρων διαστάσεων του έρωτα όχι απλώς ενθαρρύνεται, αλλά αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της προσέγγισης της κατανόησης της αθανασίας. Κάθε λέξη και φράση είναι μια μαρτυρία για την απεριόριστη δύναμη της αγάπης. Η αφήγηση εμπλουτίζεται με ζωντανές εικόνες ελληνικών τοπίων και την τρυφερότητα του νεανικού έρωτα, καθιστώντας το Μονόγραμμα ένα σημαντικό έργο στο είδος της δραματικής ερωτικής ποίησης.

Κάθε λέξη, κάθε φράση, αποπνέει το ανυποχώρητο πάθος και την τρυφερή στοργή που ήθελε ο Ελύτης, καθιστώντας το ένα λογοτεχνικό αριστούργημα που ξεπερνά τον χρόνο και τα γεωγραφικά σύνορα. Κάθε ανάγνωση, που μοιάζει με μια νέα αφύπνιση, αποκαλύπτει βαθύτερα στρώματα πάθους, παρασύροντας τον αναγνώστη σε ένα ταξίδι που συγκλονίζει την ψυχή μέσα στο σύνθετο, όμορφο τοπίο του έρωτα.

Δεν διαβάζεται απλώς, αλλά βιώνεται, παρασύροντας την ψυχή σε έναν χορό πάθους και τρυφερότητας που μένει για πολύ καιρό αφού ο τελευταίος στίχος έχει σβήσει στη σιωπή. Κάθε λέξη, κάθε φράση είναι μια απόδειξη της ικανότητας του Ελύτη να συλλαμβάνει το ανέκφραστο, να παρουσιάζει την αγάπη στην πιο αγνή και εξαίσια μορφή της – έναν χορό ψυχών που συνεχίζει να γοητεύει, να εμπνέει και να αντηχεί σε όλες τις γενιές.

Το Μονόγραμμα του Οδυσσέα Ελύτη

Ι

Θα γυρίσει αλλού τις χαρακιές
Της παλάμης, η Μοίρα, σαν κλειδούχος
Μια στιγμή θα συγκατατεθεί ο Καιρός

Πώς αλλιώς, αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι

Θα παραστήσει ο ουρανός τα σωθικά μας
Και θα χτυπήσει τον κόσμο η αθωότητα
Με το δριμύ του μαύρου του θανάτου.

ΙΙ

Πενθώ τον ήλιο και πενθώ τα χρόνια που έρχονται
Χωρίς εμάς και τραγουδώ τ’ άλλα που πέρασαν
Εάν είναι αλήθεια

Μιλημένα τα σώματα και οι βάρκες που έκρουζαν γλυκά
Οι κιθάρες που αναβόσβησαν κάτω από τα νερά
Τα “πίστεψέ με” και τα “μη”
Μια στον αέρα μια στη μουσική

Τα δυο μικρά ζώα, τα χέρια μας
Που γύρευαν ν’ ανέβουνε κρυφά το ένα στο άλλο
Η γλάστρα με το δροσαχί στις ανοιχτές αυλόπορτες
Και τα κομμάτια οι θάλασσες που ερχόντουσαν μαζί
Πάνω απ’ τις ξερολιθιές, πίσω απ’ τούς φράχτες
Την ανεμώνα που κάθισε στο χέρι σου
Κι έτρεμες τρεις φορές το μοβ τρεις μέρες πάνω από τούς καταρράχτες

Εάν αυτά είναι αλήθεια τραγουδώ
Το ξύλινο δοκάρι και το τετράγωνο φαντό
Στον τοίχο με τη Γοργόνα με τα ξέπλεκα μαλλιά
Τη γάτα που μάς κοίταξε μέσα στα σκοτεινά
Παιδί με το λιβάνι και με τον κόκκινο σταυρό
Την ώρα που βραδιάζει στων βράχων το απλησίαστο
Πενθώ το ρούχο που άγγιξα και μού ήρθε ο κόσμος.

ΙΙΙ

Έτσι μιλώ για σένα και για μένα

Επειδή σ’ αγαπώ και στην αγάπη ξέρω
Να μπαίνω σαν Πανσέληνος
Από παντού, για το μικρό το πόδι σου μες στ’ αχανή σεντόνια
Να μαδάω γιασεμιά κι έχω τη δύναμη
Αποκοιμισμένη, να φυσώ να σε πηγαίνω
Μες από φεγγερά περάσματα και κρυφές της θάλασσας στοές
Υπνωτισμένα δέντρα με αράχνες που ασημίζουνε

Ακουστά σ’ έχουν τα κύματα
Πώς χαϊδεύεις, πώς φιλάς
Πώς λες ψιθυριστά το “τι” και το “ε”
Τριγύρω στο λαιμό στον όρμο
Πάντα εμείς το φως κι η σκιά

Πάντα εσύ τ’ αστεράκι και πάντα εγώ το σκοτεινό πλεούμενο
Πάντα εσύ το λιμάνι κι εγώ το φανάρι το δεξιά
Το βρεγμένο μουράγιο και η λάμψη επάνω στα κουπιά
Ψηλά στο σπίτι με τις κληματίδες
Τα δετά τριαντάφυλλα, και το νερό που κρυώνει
Πάντα εσύ το πέτρινο άγαλμα και πάντα εγώ η σκιά που μεγαλώνει
Το γερτό παντζούρι εσύ, ο αέρας που το ανοίγει εγώ
Επειδή σ’ αγαπώ και σ’ αγαπώ
Πάντα εσύ το νόμισμα και εγώ η λατρεία που το εξαργυρώνει:

Τόσο η νύχτα, τόσο η βοή στον άνεμο
Τόσο η στάλα στον αέρα, τόσο η σιγαλιά
Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική
Καμάρα τ’ ουρανού με τ’ άστρα
Τόσο η ελάχιστή σου αναπνοή

Που πια δεν έχω τίποτε άλλο
Μες στους τέσσερις τοίχους, το ταβάνι, το πάτωμα
Να φωνάζω από σένα και να με χτυπά η φωνή μου
Να μυρίζω από σένα και ν’ αγριεύουν οι άνθρωποι
Επειδή το αδοκίμαστο και το απ’ αλλού φερμένο
Δεν τ’ αντέχουν οι άνθρωποι κι είναι νωρίς, μ’ ακούς
Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν αγάπη μου

Να μιλώ για σένα και για μένα.

ΙV

Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν, μ’ ακούς
Δεν έχουν εξημερωθεί τα τέρατα μ’ ακούς
Το χαμένο μου το αίμα και το μυτερό, μ’ ακούς
Μαχαίρι
Σαν κριάρι που τρέχει μες στους ουρανούς
Και των άστρων τούς κλώνους τσακίζει, μ’ ακούς
Είμ’ εγώ, μ’ ακούς
Σ’ αγαπώ, μ’ ακούς
Σε κρατώ και σε πάω και σου φορώ
Το λευκό νυφικό της Οφηλίας, μ’ ακούς
Πού μ’ αφήνεις, πού πας και ποιος, μ’ ακούς

Σου κρατεί το χέρι πάνω απ’ τούς κατακλυσμούς

Οι πελώριες λιάνες και των ηφαιστείων οι λάβες
Θα ’ρθει μέρα, μ’ ακούς
Να μας θάψουν κι οι χιλιάδες ύστερα χρόνοι
Λαμπερά θα μας κάνουν πετρώματα, μ’ ακούς
Να γυαλίσει επάνω τους η απονιά, μ’ ακούς
Των ανθρώπων
Και χιλιάδες κομμάτια να μας ρίξει
Στα νερά ένα ένα, μ’ ακούς
Τα πικρά μου βότσαλα μετρώ, μ’ ακούς
Κι είναι ο χρόνος μια μεγάλη εκκλησία, μ’ ακούς
Όπου κάποτε οι φιγούρες μ’ ακούς
Των Αγίων
Βγάζουν δάκρυ αληθινό, μ’ ακούς
Οι καμπάνες ανοίγουν αψηλά, μ’ ακούς
Ένα πέρασμα βαθύ να περάσω
Περιμένουν οι άγγελοι με κεριά και νεκρώσιμους ψαλμούς
Πουθενά δεν πάω, μ’ ακούς
Ή κανείς ή κι οι δύο μαζί, μ’ ακούς

Το λουλούδι αυτό της καταιγίδας και μ’ ακούς
Της αγάπης
Μια για πάντα το κόψαμε
Και δεν γίνεται ν’ ανθίσει αλλιώς, μ’ ακούς
Σ’ άλλη γη, σ’ άλλο αστέρι, μ’ ακούς
Δεν υπάρχει το χώμα δεν υπάρχει ο αέρας
Που αγγίξαμε, ο ίδιος, μ’ ακούς
Και κανείς κηπουρός δεν ευτύχησε σ’ άλλους καιρούς

Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες, μ’ ακούς
Να τινάξει λουλούδι, μόνο εμείς, μ’ ακούς
Μες στη μέση της θάλασσας

Από το μόνο θέλημα της αγάπης, μ’ ακούς
Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί, μ’ ακούς
Με σπηλιές και με κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς
Άκου, άκου
Ποιος μιλεί στα νερά και ποιος κλαίει -ακούς;
Ποιος γυρεύει τον άλλο, ποιος φωνάζει -ακούς;
Είμ’ εγώ που φωνάζω κι είμ’ εγώ που κλαίω, μ’ ακούς
Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ, μ’ ακούς.

V

Για σένα έχω μιλήσει σε καιρούς παλιούς
Με σοφές παραμάνες και μ’ αντάρτες απόμαχους
Από τι να ’ναι που έχεις τη θλίψη του αγριμιού
Την ανταύγεια στο μέτωπο του νερού του τρεμάμενου
Και γιατί, λέει, να μέλει κοντά σου να ’ρθω
Που δεν θέλω αγάπη αλλά θέλω τον άνεμο
Αλλά θέλω της ξέσκεπης όρθιας θάλασσας τον καλπασμό

Και για σένα κανείς δεν είχε ακούσει
Για σένα ούτε το δίκταμο ούτε το μανιτάρι
Στα μέρη τ’ αψηλά της Κρήτης τίποτα
Για σένα μόνο δέχτηκε ο Θεός να μου οδηγεί το χέρι

Πιο δω, πιο κει, προσεχτικά σ’ όλο το γύρο
Του γιαλού του προσώπου, τους κόλπους, τα μαλλιά
Στο λόφο κυματίζοντας αριστερά

Το σώμα σου στη στάση του πεύκου του μοναχικού
Μάτια της περηφάνιας και του διάφανου
Βυθού, μέσα στο σπίτι με το σκρίνιο το παλιό
Τις κίτρινες νταντέλες και το κυπαρισσόξυλο
Μόνος να περιμένω πού θα πρωτοφανείς
Ψηλά στο δώμα ή πίσω στις πλάκες της αυλής
Με τ’ άλογο του Αγίου και το αυγό της Ανάστασης

Σαν από μια τοιχογραφία καταστραμμένη
Μεγάλη όσο σε θέλησε η μικρή ζωή
Να χωράς στο κεράκι τη στεντόρεια λάμψη την ηφαιστειακή

Που κανείς να μην έχει δει και ακούσει
Τίποτα μες στις ερημιές τα ερειπωμένα σπίτια
Ούτε ο θαμμένος πρόγονος άκρη άκρη στον αυλόγυρο
Για σένα, ούτε η γερόντισσα μ’ όλα της τα βοτάνια
Για σένα μόνο εγώ, μπορεί, και η μουσική
Που διώχνω μέσα μου αλλ’ αυτή γυρίζει δυνατότερη
Για σένα το ασχημάτιστο στήθος των δώδεκα χρονώ
Το στραμμένο στο μέλλον με τον κρατήρα κόκκινο
Για σένα σαν καρφίτσα η μυρωδιά η πικρή
Που βρίσκει μες στο σώμα και που τρυπάει τη θύμηση
Και να το χώμα, να τα περιστέρια, να η αρχαία μας γη.

VI

Έχω δει πολλά και η γη μες απ’ το νου μου φαίνεται ωραιότερη
Ωραιότερη μες στους χρυσούς ατμούς
Η πέτρα η κοφτερή, ωραιότερα
Τα μπλάβα των ισθμών και οι στέγες μες στα κύματα
Ωραιότερες οι αχτίδες όπου δίχως να πατείς περνάς
Αήττητη όπως η Θεά της Σαμοθράκης πάνω από τα βουνά της θάλασσας

Έτσι σ’ έχω κοιτάξει που μου αρκεί
Να ’χει ο χρόνος όλος αθωωθεί
Μες στο αυλάκι που το πέρασμά σου αφήνει
Σαν δελφίνι πρωτόπειρο ν’ ακολουθεί

Και να παίζει με τ’ άσπρο και το κυανό η ψυχή μου!
Νίκη, νίκη όπου έχω νικηθεί
Πριν από την αγάπη και μαζί
Για τη ρολογιά και το γκιουλ-μπρισίμι
Πήγαινε, πήγαινε και ας έχω εγώ χαθεί

Μόνος και ας είναι ο ήλιος που κρατείς ένα παιδί νεογέννητο
Μόνος, και ας είμ’ εγώ η πατρίδα που πενθεί
Ας είναι ο λόγος που έστειλα να σού κρατεί δαφνόφυλλο
Μόνος, ο αέρας δυνατός και μόνος τ’ ολοστρόγγυλο
Βότσαλο στο βλεφάρισμα του σκοτεινού βυθού
Ο ψαράς που ανέβασε κι έριξε πάλι πίσω στους καιρούς τον Παράδεισο!

VII

Στον Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί
Απαράλλαχτο εσύ κι ένα σπίτι στη θάλασσα

Με κρεβάτι μεγάλο και πόρτα μικρή
Έχω ρίξει μες στ’ άπατα μιαν ηχώ
Να κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ

Να σε βλέπω μισή να περνάς στο νερό
και μισή να σε κλαίω μες στον Παράδεισο.


Διαβάστε περισσότερα:

12 ΣΧΟΛΙΑ

  1. Αγγιγμα ψυχης.. Κλείνεις τα ματια και ψαχνεις τη φωνη που θελεις να ακουσεις να σου λεει αυτα τα λογια.. Μενεις ακινητη χωρίς καν να αναπνεεις για να ακουσεις ακομη και την παραμικρη εκφραση και χανεσαι στην άβυσσο της ψυχης και του ερωτα….

  2. δάκρυα……κάθε φορά που το διαβάζω…..
    κλαίω για το σώμα πού άγγιξα και είδα τον κόσμο….

    σ’ έχουν ακούσει τα κύματα πως χαϊδεύεις,
    πως φιλάς, πως λες ψιθυριστά το «τι» και το «ε.»

    δεν γίνεται να τα περιγράψεις ολα αυτά με πιο ερωτικό τρόπο….

  3. 2012… διαβαζω και θυμαμε οτι υπαρχει ακομα ρομαντικη διαθεση… Το μονογραμα του Ελυτη ξεσκεπαζει τη καθημερινοτητα και βγαζει τα συναισθηματα που ειναι κρυμενα

  4. Με συγκλόνισε. Ο Ελύτης έχει το χάρισμα να αποτυπώνει στο χαρτί τόσο δυνατά συναισθήματα και να σε καθηλώνει με τις λέξεις του. Το έχω ακούσει να το διαβάζει και η Καραμπέτη, και ομολογώ πως σε συνδυασμό με τη χροιά της, το αποτέλεσμα ήταν μοναδικό.

  5. Ακομα και να απεχεις πολυ απο τον ερωτα..την αγαπη..οποτε το διαβαζεις,δακρυζεις….γιατι να συμβαινει αραγε αυτο…..

  6. Το Μονόγραμμα του Ελύτη είναι ένα από τα πιο ερωτικά ποιήματα που έχουν γραφτεί ποτέ!!!!!!!!!!!!
    Αν μπορείς να ανακαλύψεις τι λέει αυτό το ποίημα σε βάθος θα δεις ότι αυτό ακριβώς σημαίνει “ΑΓΑΠΗ”!!!!!!!!

    • Για μενα το μονογραμμα δεν ειναι μοναδικο ερωτικο ποιημα, οπως εχουν εκφρασει πολλοι.
      Προσωπικα θεωρω οτι ειναι το ηλιοσταλαγμα και η απολυτη εκφραση ολων των συναισθηματων που νοιωθει καποιος που αγαπαει στ΄ αληθεια.
      Δεν μπορουν να το καταλαβουν ολοι, δυστυχως…….

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ