Ενας έρωτας που δεν ειπώθηκε ποτέ

3

Πώς μπορεί ένας ανομολόγητος έρωτας να μας συντροφεύσει για καιρό και τελικά να μείνει ένα σημάδι μέσα μας, πάνω μας; Μια ερωτική ιστορία για έναν έρωτα που δεν ειπώθηκε ποτέ.

Η νύχτα απόψε μυρίζει γιασεμί και νυχτολούλουδο. Είναι ευλογία που στην Ελλάδα, στις πόλεις ακόμα, στα μπαλκόνια μας και τις αυλές μας ζούνε νυχτολούλουδα ξέπνοα που νοτίζουν τον αέρα και μας κάνουν να ξεχνάμε τις ασχήμιες που αναπνέουμε. Που δεν μπορούμε να αναπνεύσουμε τελικά.

Είναι βράδυ του Ιούλη, ζεστό. Ακούω ανθρώπους έξω να κάθονται στα μπαλκόνια τους μπας και δροσιστούν λιγάκι. Κουβεντιάζουν ήσυχα, γελούν, τρώνε κάτι, μόνοι ή με παρέα. Κάτι τέτοιες νύχτες νιώθω σαν σε κενό. Δε φυσά πια.

Διάβαζα ένα κείμενό σου απόψε… με ευλάβεια, σαν να ήταν το γράμμα που περίμενα χρόνια πριν.
Δε μιλούσες όμως για όνειρα και χαμόγελα. Έγραφες για τους εφιάλτες σου, πλεγμένους με θάλασσες και ηφαίστεια, για το σούρουπο και τη θλίψη του, για μυαλά που ανοίγουν τα φτερά τους, για στιχάκια που σκάρωνες, γεμάτα αρμύρα και ήλιο που σε καίει και πας να κρυφτείς. Όνειρα με ετερόφωτα στηρίγματα.

Σου είχα πει πόσο πολύ θα ήθελα να ήμουν μαζί σου; Όχι.

“Και ήμουνα τόσες φορές τόσο κοντά.. Και πώς παρέλυσα, και πώς δείλιασα…”. Τόσες εναλλαγές συναισθημάτων μετά το κείμενο σου. Σκέφτομαι όλα αυτά που είμαι και αυτά που δεν υπήρξα… για μένα και για σένα.

Νιώθω πως η επιλογή είναι τελικά ένα μεγάλο αδιέξοδο. Τι περίεργη έννοια που είναι η επιλογή. Είναι σαν να υπάρχει και να μην υπάρχει ταυτόχρονα. Σαν να έχεις και να μην έχεις. Και το λάθος είναι τόσο κοντά, και τόσο μακριά ταυτόχρονα. Ποιο είναι το λάθος και ποιο είναι το σωστό;

Για μήνες σε κουβάλαγα στο πορτμπαγκάζ της ψυχής μου. Εκεί που βάζουμε πράγματα που μπορεί να χρειαστούν… και πάντα ξέρουμε ότι είναι εκεί, ακόμα και όταν τα ξεχνάμε. Κι όμως το σημάδι σου εκεί. Είναι τώρα καιρός που έχει αρχίσει να μικραίνει, αλλά για τόσο καιρό το κουβάλαγα μαζί μου. Σε όλες τις διαδρομές μου, από το σπίτι στη δουλειά και πίσω. Κάπου ήσουν πάντα μαζί, στις μουσικές που έβαζα, στα στιχάκια που έγραφα, στις βόλτες μου στην φωτισμένη Αθήνα. Τυλιγμένη η αποσκευή σου γύρω μου, σαν έρπις που πάει να ξεσπάσει αλλά δεν…

Θυμάμαι ότι βγαίναμε, ή μέναμε σπίτι και οι κουβέντες μας μερικές φορές ήταν σαν υπότιτλοι ταινίας. Την παρατηρούσα ,ήταν πολύ απλή μέσα στον ενθουσιασμό της κι όμως πάντα την περιέβαλε μια μαγεία, κάτι που δεν μπορώ να εξηγήσω. Ίσως πάλι να το έβλεπα εγώ μόνο. Μερικές βραδιές μας έκαναν να πονάμε από έναν έρωτα που έμοιαζε σαν σχεδόν ξεχειλισμένο ποτήρι έτοιμο να σπάσει. Από έναν έρωτα που δεν υπήρχε πουθενά στα αλήθεια. Ίσως πάλι να το θυμάμαι έτσι μόνο εγώ.

Παρά τις σκέψεις μου τις μαύρες μετά το κείμενο, αρχίζω να θυμάμαι πάλι κάποια πράγματα που μας αφορούσαν. Θυμάμαι μια φορά είχε βγάλει από την τσάντα της ένα πακέτο καπνό. Πήγε να στρίψει ένα τσιγάρο, δεν πέτυχε. Το τσαλάκωσε και το πέταξε μακριά. Ξεκίνησε άλλο.

Μια απλή κίνηση εξοικείωσης με το χώρο που δεν ήταν δικός μας με έκανε να χαμογελάσω, να νιώσω ένα στιγμιαίο αίσθημα αγάπης. Μια στιγμούλα στο χρόνο μικρή, όπως όταν θες να φτερνιστείς και σου φεύγει.

Αυτό ήταν τότε.

3 ΣΧΟΛΙΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ